Ο Μιχαήλ Τοσίτσας ήταν ένας Έλληνας εθνικός ευεργέτης του 19ου αιώνα με πολύ μεγάλη προσφορά στην Ελλάδα αλλά και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Με καταγωγή από το Μέτσοβο, όπως πολλοί άλλοι εθνικοί ευεργέτες, ο Μ. Τοσίτσας απέκτησε τεράστια περιουσία από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, σημαντικό μέρος της οποίας ξόδεψε για το καλό των συμπατριωτών του.
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1787. Πατέρας του ήταν ο Αναστάσης Τοσίτσας, γουναράς στη Θεσσαλονίκη. Ο μικρός Μιχαήλ έμεινε ως τα δέκα του χρόνια στο Μέτσοβο, όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα και στη συνέχεια ο πατέρας του τον έφερε στην Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε το σχολείο μέχρι τα 14 του.
Το 1806 ανέλαβε μαζί με τα αδέλφια του το κατάστημα επεξεργασίας γουναρικών του πατέρα του. Ο Μιχαήλ έμαθε την τέχνη και αργότερα επέστρεψε στο Μέτσοβο, όπου ο πατέρας του τού ανάθεσε το μαγαζί του. Ο Μιχάλης ανέπτυξε εμπορικό δαιμόνιο και οι δουλειές πήγαιναν τόσο καλά, που έβαλε και τα αδέρφια του (τρία αγόρια και ένα κορίτσι) στην τέχνη. Έστειλε τα αδέλφια του στην Αίγυπτο και παράλληλα ίδρυσε υποκαταστήματα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στο Λιβόρνο και στη Μάλτα, αναθέτοντας τη διεύθυνση στα αδέρφια του Θεόδωρο, Κωνσταντίνο και Νικόλαο.
Το 1829 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια και ο ίδιος ο Μιχαήλ Τοσίτσας. Εκεί γνωρίστηκε με τον ξακουστό αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, ο οποίος άρχισε να τρέφει μεγάλη εκτίμηση προς το πρόσωπό του Μιχαήλ και τον έκανε προσωπικό του σύμβουλο, ενώ τον διόρισε και επικεφαλής της πρώτης κρατικής τράπεζας, της ποταμοπλοϊκής εταιρείας του Νείλου, όπως επίσης και διαχειριστή των κτημάτων του. Στην Αίγυπτο ο Μιχαήλ Τοσίτσας καταπιάστηκε με τη βαμβακοκαλλιέργεια και αύξησε ακόμα περισσότερο την ήδη μεγάλη περιουσία του, ενώ παράλληλα εξελίχτηκε σε έναν από τους πιο ισχυρούς γαιοκτήμονες της χώρας. Υπήρξε ο πρώτος γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια και κατά γενική εκτίμηση θεωρείται ο πατέρας τού ελληνισμού της Αιγύπτου. Συνέβαλε στην ίδρυση της ελληνικής κοινότητας και, μαζί με τα αδέλφια του, βοήθησε να αποκτήσει σημαντικές εκπαιδευτικές και εκκλησιαστικές υποδομές.
Το 1854 ο Μιχαήλ Τοσίτσας άφησε πίσω του την Αίγυπτο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου μέχρι το θάνατό του, το 1856, συνέχισε το ευεργετικό του έργο, κάτι που έκανε και για την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μέτσοβο, αλλά και για τη Θεσσαλονίκη, όπου επίσης είχε ζήσει. Στη διαθήκη του άφησε μεγάλα ποσά για την στήριξη των φτωχών καθώς και την ενίσχυση νοσοκομειακών, εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Μεταξύ αυτών επισημαίνουμε τις δωρεές σημαντικών ποσών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Αρσάκειο και το Πολυτεχνείο της Αθήνας (που εξαιτίας των ευεργετημάτων που έτυχε από τον Τοσίτσα και από άλλους ευεργέτες από το Μέτσοβο, ονομάστηκε Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Μετά τον θάνατό του, η σύζυγός του Ελένη συνέχισε το φιλανθρωπικό του έργο και πρόσφερε σημαντικά ποσά σε εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα καθώς και για την αποπεράτωση του Πολυτεχνείου. Ο νεώτερος αδελφός του Θεόδωρος, ο οποίος απέκτησε επίσης τεράστια περιουσία στην Αλεξάνδρεια, μετά την απελευθέρωση γύρισε στην Ελλάδα όπου δώρισε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του σε ιδρύματα.
Το ευεργετικό έργο του Μ. Τοσίτσα ξεκίνησε στην Αλεξάνδρεια και συνεχίστηκε και μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα. Από την αιγυπτιακή πόλη άρχισε να ενισχύει τον αγώνα των Ελλήνων και εξαγόραζε Έλληνες αιχμαλώτους στα τουρκικά σκλαβοπάζαρα. Ακολούθως ίδρυσε νοσοκομείο, εκκλησία και σχολείο για τους Έλληνες της περιοχής. Στην Αλεξάνδρεια έχτισε επίσης τη φημισμένη «Τοσιτσαία Σχολή», η οποία στέγαζε δημοτικό σχολείο, σχολαρχείο, παρθεναγωγείο και βιβλιοθήκη.
Στο Μέτσοβο έστελνε κάθε χρόνο, όσο ζούσε, σημαντικά χρηματικά ποσά για την ανακούφιση των φτωχών. Στην Εθνική Τράπεζα κατέθεσε πάνω από 100.000 δραχμές για να πληρώνονται από τους τόκους στο Μέτσοβο δύο δάσκαλοι κάθε χρόνο. Στη Θεσσαλονίκη κληροδότησε αρκετά χρήματα για το ελληνικό σχολείο (η πόλη ήταν ακόμα υπό τουρκικό ζυγό), στο οποίο και αυτός μικρός είχε μαθητεύσει. Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Μ. Τοσίτσας έγινε ακόμα πιο γενναιόδωρος. Έκανε έργα οδοποιίας, και ενίσχυσε νοσοκομεία, το Αρσάκειο Παρθεναγωγείο και το πανεπιστήμιο. Το Πολυτεχνείο το ενίσχυσε με 100.000 γαλλικά τάλιρα.