Ήταν ο πρώτος ευεργέτης στον οποίο απονεμήθηκε επισήμως από το ελληνικό κράτος ο χαρακτηρισμός «Εθνικός Ευεργέτης». Γεννήθηκε στο Γραμμένο Ιωαννίνων, κεφαλοχώρι μιας συστάδας χωριών, των Γραμμενοχωρίων. Ήταν γιος του Κωνσταντίνου Καπλάνη, ενώ η μητέρα του, με καταγωγή από τη Τζιουντίλα, σημερινή Ζωοδόχο, πέθανε όταν εκείνος ήταν τεσσάρων χρόνων. Έπειτα από κάποια χρόνια έχασε και τον πατέρα του, ο οποίος στο μεταξύ είχε ξαναπαντρευτεί. Ο «Πικροζώης», όπως τον αποκαλούσαν οι συγχωριανοί του, αναγκάστηκε να συντηρεί τον εαυτό του και τη μητριά του από πολύ μικρή ηλικία, πωλώντας καυσόξυλα στα Γιάννινα. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων φιλοξενήθηκε στα Γιάννινα από συγγενείς του, οι οποίοι εικάζεται ότι του έδωσαν την ευκαιρία να φοιτήσει σε κάποιο σχολείο της περιοχής, ώστε να εφοδιαστεί με την απαραίτητη παιδεία.
Το 1754 έκανε τα πρώτα του βήματα στο εμπόριο της γούνας ως υπάλληλος του Παναγιώτη Χατζηνίκου, ο οποίος γρήγορα αντιλήφθηκε τις δυνατότητες του Καπλάνη, κάνοντάς τον συνέταιρό του. Ο Ζώης μετέβη αρχικά στο Βουκουρέστι, σε υποκατάστημα του Χατζηνίκου, στη συνέχεια στη Νίνζα Ουκρανίας και κατέληξε στη Μόσχα, το σημαντικότερο κέντρο εμπορίας γούνας, όπου και έζησε έως το τέλος της ζωής του, το 1806, πριν δηλαδή την απελευθέρωση της Ελλάδας (Μπουτάτος, 2018). Ο Καπλάνης έλυσε τη συνεργασία του με τον Χατζηνίκο και αφού δούλεψε σκληρά, σχημάτισε αμύθητη περιουσία, συνέχισε όμως να ζει λιτά σε ένα κελί της Μονής του Αγίου Νικολάου στη Μόσχα, ενώ δεν παντρεύτηκε ποτέ, ώστε να αφιερωθεί απόλυτα προς όφελος της πατρίδας.
Από πολύ νωρίς, με την εγκατάστασή του στη Μόσχα, θεώρησε χρέος του να συντρέξει τους φτωχούς ομογενείς. Το 1797 κατέθεσε στο Ορφανοτροφείο της Μόσχας 10.000 ρούβλια, με τη συμφωνία οι τόκοι εξ αυτών να πηγαίνουν στο Νοσοκομείο Χατζηκώστα στα Ιωάννινα (Μπουτάτος, 2018). Ένα χρόνο αργότερα ανέλαβε τη συντήρηση της «Μαρουτσαίας Σχολής Ιωαννίνων», έκανε δωρεές στην «Ελληνική Σχολή Πατρών», στην «Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους», στον Πανάγιο Τάφο, στις φυλακές Ιωαννίνων, στο νοσοκομείο της Νίζνα, ενώ προικοδότησε άπορα κορίτσια από το Γραμμένο, τη Τζιουντίλα και τα Ιωάννινα.
Το έτος 1806, καθώς τον ταλαιπωρούσε μια χρόνια ασθένεια, αποφάσισε να συντάξει τη διαθήκη του, μέσω της οποίας επιθυμούσε η περιουσία του να διατεθεί για την φροντίδα και την κοινωνική μέριμνα των Ελλήνων, ενισχύοντας την υγεία και την παιδεία. Με τις κατάλληλες ενέργειες και με τη διάθεση 124.500 ρουβλίων ίδρυσε στα Ιωάννινα ένα προοδευτικό για τα χρόνια εκείνα σχολείο, την περίφημη «Καπλάνειο Σχολή», τη διεύθυνση της οποίας ο ίδιος ο Καπλάνης είχε αναθέσει στον Αθανάσιο Ψαλίδα. Η «Καπλάνειος Σχολή» συνέβαλλε κατά πολύ στην αναγνώριση των Ιωαννίνων σε σπουδαίο κέντρο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Η συμβολή του Καπλάνη αναγνωρίζεται επίσης στην εξολοκλήρου συντήρηση του σχολείου στο Γραμμένο, το οποίο λειτουργούσε ήδη από το 1650 και από αυτό είχαν αποφοιτήσει μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Στέφανος Ράδος. Το κτήριο αυτό καταστράφηκε από φωτιά, το νέο σχολείο του χωριού οικοδομήθηκε το 1924 και πιθανόν είναι έργο του αρχιτέκτονα Περικλή Μελίρρυτου. Στο νέο αυτό κτήριο, το οποίο έως και σήμερα κοσμεί την πλατεία του χωριού, στεγάστηκε από το 1946 η «Αγροτική Μεταβατική Οικοκυρική Σχολή Γραμμένου», η σχολή υφαντικής, την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Καπλάνης στο Γραμμένο «και λειτούργησε εκεί έως το 1972, οπότε και μεταφέρθηκε στη Λιμνοπούλα λόγω έλλειψης μαθητριών. Ο Ζώης Καπλάνης απεβίωσε στις 20 Δεκεμβρίου του 1806, ενταφιάστηκε στο σταυροπηγιακό μοναστήρι του Ντονσκόι και στον τάφο του αναγράφεται η φράση «Έδωσε τα πάντα για τους άλλους και τίποτε για τον εαυτό του».
Το σχολείο του Ζώη Καπλάνη
Το νέο σχολείο που οικοδομήθηκε με δαπάνη του Ζώη Καπλάνη
Το Γραμμένο ανέδειξε και άλλους σπουδαίους ευεργέτες, λιγότερο γνωστούς, οι οποίοι συνέχισαν επάξια το έργο των προκατόχων τους, όπως είναι ο Γεώργιος Μπαλακώστας, ο Ιωάννης Μπούστρος και ο Φωκίων Ράδος. Από τα υπόλοιπα Γραμμενοχώρια αλλά και την ευρύτερη περιοχή του σημερινού Δήμου Ζίτσας, αξίζει να αναφερθούν οι εξής: ο Γεώργιος Γοργόλης, ο Αναστάσιος Γοργόλης και ο Δημήτριος Παπαπέτρος από τον Πολύλοφο, ο Στυλιανός Τσιγκούλης και ο Παναγιώτης Τσιλίκης από την Κόντσικα, από τη Ζίτσα καταγωγή είχαν ο Θανάσης Βαδόκας, ο Αναστάσιος Γουδίνος, ο Νικόλαος Γύρας, ο Νικόλαος Εμμανουήλ, ο Δημήτριος Ζιτσαίος, ο Νικόλαος Ξυλάνης, ο Σωτήριος Πράσσος και οι Αναστάσιος, Δημήτριος και Κωνσταντίνος Φιλίτης. Από την Πρωτόπαπα καταγόταν ο Στέφανος Βακάλης και ο Ιωάννης Ίσκος, από το Ροδοτόπι ο Δημήτριος Νικόδημος, από τη Ζωοδόχο ο Ιωάννης Καμπέρης, ο Γρηγόριος Παλιουρίτης από την Ελεούσα και πολλοί ακόμη από κάθε γωνιά της Ηπείρου.